-
1 ὄρυζα
ὄρυζ-α, ἡ,A rice, Oryza sativa, both the plant and the grain, Str.15.1.13, Aristobul.ib.18, Dsc.2.95 ; ὄ. ἑφθή, the food of the Indians, Megasth.28 ;οἶνος ἐξ ὀρύζης Ael.NA13.8
:—also [full] ὄρυζον, τό, Thphr. HP4.4.10. (v. ὀρίνδης.)
См. также в других словарях:
όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… … Dictionary of Greek